Ως θρομβοφιλία ορίζεται μία επίκτητη ή κληρονομική διαταραχή που σχετίζεται με τη θρόμβοση του αίματος στα αγγεία. Η κλινική εκδήλωση της θρομβοφιλίας μπορεί να περιλαμβάνει σοβαρές διαταραχές στην κύηση ή επαναλαμβανόμενες αποβολές σε εγκύους.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της σύλληψης του εμβρύου και στην περίοδο της προσκόλλησής του στη μήτρα γίνεται προσπάθεια αιμάτωσής του από την κυκλοφορία της μητέρας.

Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο για θρομβοφιλικά επεισόδια μεταξύ των ατόμων με θρομβοφιλία είναι: η μεγάλη ηλικία, η παχυσαρκία, η χρήση αντισυλληπτικού. Η τάση σχηματισμού θρόμβων μπορεί να έχει κληρονομηθεί στο άτομο από τον ένα ή και τους δύο γονείς του μέσω των γονιδίων τους (κληρονομική) ή να οφείλεται σε διάφορες επίκτητες καταστάσεις ή συνθήκες (επίκτητη θρομβοφιλία).
Σε παλαιότερες και πρόσφατες μελέτες φαίνεται ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ μητρικής θρομβοφιλίας και της απώλειας του εμβρύου 10ης ή 20ης εβδομάδας κύησης, καθώς και με αποτυχημένες απόπειρες φυσιολογικής σύλληψης ή μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση.
Έτσι, λοιπόν, συνίσταται έλεγχος σε γυναίκες με ιστορικό φλεβοθρόμβωσης ή σε γυναίκες που έχουν συγγενείς πρώτου βαθμού με ιστορικό θρομβοφιλίας. Λήψη λεπτομερούς ιστορικού για τη διερεύνηση πιθανής θρομβοφιλίας αλλά και παραπομπή σε ειδικό αιματολόγο.
Οι συμβουλές θα πρέπει να περιλαμβάνουν αλλαγές στη διατροφή, στον τρόπο διαβίωσης, ειδική μέριμνα πριν από τη χρήση αντισυλληπτικού. Η θρομβοφιλία είναι πιο κοινή στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Επομένως, η παρουσία θρομβοφιλικών παραγόντων στην κύηση μπορεί να είναι συχνή, οι επιπλοκές τους όμως μπορούν να προληφθούν με την κατάλληλη παρακολούθηση και θεραπεία.
Περισσότερα δεδομένα θα παρατεθούν και από τον κο Καραμαλέγκο Χρήστο, Υπεύθυνο Αιματολογικών Ελέγχων και Ερευνών στην Εμβρυογένεση, ο οποίος θα αναλύσει τη σχέση μεταξύ γενετικής θρομβροφιλίας και υπογονιμότητας/αποβολών με τα ποσοστά της Εμβρυογένεσης.
Αργυρού Μαρίνα, PhD
Κλινικός Εμβρυολόγος, Εμβρυογένεση