Η χρήση της τεχνικής ICSI (ενδοκυτταροπλασματική σπερματέγχυση) στην εξωσωματική γονιμοποίηση έχει αυξηθεί πρόσφατα και εφαρμόζεται σε πολλές περιπτώσεις υπογονιμότητας. Στην Ευρώπη η ICSI χρησιμοποιείται στο 65% των κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης και στην Αμερική στο 76%. Γενικά, η ICSI χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπογονιμότητας ανδρικού παράγοντα έτσι ώστε να αυξηθεί το ποσοστό γονιμοποίησης και ο αριθμός των εμβρύων. Αλλά μια ερώτηση που μπορεί να προκύψει από αυτό είναι αν η ICSI, που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπογονιμότητας που δεν οφείλονται στον αντρικό παράγοντα, μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματα σε σύγκριση με τη συμβατική εξωσωματική γονιμοποίηση σε γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω.

Τάνια 1

Μια κλινική στο Μόντρεαλ του Καναδά, έκανε μια αναδρομική μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 745 γυναίκες ηλικίας 40-43 ετών με υπογονιμότητα μη ανδρικού παράγοντα. Από αυτές οι 490 υποβλήθηκαν σε ICSI και 255 γυναίκες υποβλήθηκαν σε συμβατική εξωσωματική γονιμοποίηση. Έτσι, το σύνολο των συντρόφων των γυναικών αυτών είχαν φυσιολογικές παραμέτρους του σπέρματος σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανιμσό Υγείας (ΠΟΥ). Η ομάδα ICSI είχε υψηλότερο αριθμό προηγούμενων κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης, το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει ότι η ICSI χρησιμοποιήθηκε σε ζευγάρια με κακή πρόγνωση. Ωστόσο, μετά από στατιστική ανάλυση, τα ποσοστά ζωντανών γεννήσεων ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων.

Επιπλέον, ακόμη και αν αυτή η μελέτη είναι αρκετή για να απαντήσει στο ερώτημα αν η ICSI έχει αξία σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, δεν είναι ακόμα ισχυρή για να εντοπίσει διαφορές στα ποσοστά ζωντανών γεννήσεων. Εν κατακλείδι, η χρήση της ICSI δεν αυξάνει τα ποσοστά σε σχέση με την κλασσική εξωσωματική γονιμοποίηση σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, όταν το σπέρμα του συντρόφου τους είναι φυσιολογικό.

Πηγή: Tannus S et al, Hum Reprod (2017) 32 (1): 119-124

 

Καραγιάννη Τάνια, Bsc

Κλινική Εμβρυολόγος